προπίθηκος

προπίθηκος
ο, Ν
ζωολ. α) γένος δενδρόβιων προπιθήκων τής Μαδαγασκάρης
β. στον πληθ. οι προπίθηκοι
γενική ονομασία τών κατώτερων πρωτευόντων, που ανήκουν σε 6 οικογένειες και 53 είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. propithecus (< προ-* + πίθηκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μακί — Κοινή ονομασία του προπίθηκου Lemur catta, που είναι διαδεδομένος στη Μαδαγασκάρη. Οι μ. έχουν τις διαστάσεις μιας μεγάλης γάτας. Το ρύγχος τους είναι μακρύ, όπως της αλεπούς, το στόμα τους είναι εφοδιασμένο με 36 δόντια, τα μάτια είναι πολύ… …   Dictionary of Greek

  • Τάρσιος — (tarsius filippinensis). Θηλαστικό της οικογένειας των ταρσιδών, της τάξης των προπιθήκων. Ο λεμούριος αυτός, τυπικός εκπρόσωπος του μοναδικού γένους της οικογένειας των ταρσιδών, έχει μήκος λίγο μεγαλύτερο από 40 εκ., 25 από τα οποία ανήκουν… …   Dictionary of Greek

  • πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην …   Dictionary of Greek

  • σιφάκα — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία δύο ειδών δενδρόβιων λεμουρίων τού γένους προπίθηκος, που απαντούν στα παράκτια δάση τής Μαδαγασκάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sifaka < sifaka, λ. της γλώσσας τής Μαδαγασκάρης] …   Dictionary of Greek

  • τάρσιος — (tarsius filippinensis). Θηλαστικό της οικογένειας των ταρσιδών, της τάξης των προπιθήκων. Ο λεμούριος αυτός, τυπικός εκπρόσωπος του μοναδικού γένους της οικογένειας των ταρσιδών, έχει μήκος λίγο μεγαλύτερο από 40 εκ., 25 από τα οποία ανήκουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”